- ἀναβατήριον
- ἀναβατήριονsacrifice for fair voyageneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναβατήριον — ἀναβατήριον (ενν. ἱερόν), το (Α) 1. θυσία πριν από την αναχώρηση πλοίου για την ευόδωση τού ταξιδιού 2. υπόβαθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀναβατὴρ < ἀνα * + βατὴρ < βαίνω] … Dictionary of Greek
ἀναβατήρια — ἀναβατήριον sacrifice for fair voyage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)